καλλιεπούμαι

καλλιεπούμαι
καλλιεποῡμαι, -έομαι (Α) [καλλιεπής]
1. χρησιμοποιώ επιμελημένο ύφος τού λόγου
2. περιαυτολογώ χρησιμοποιώντας ωραία λόγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”